Πολυμαθής στα ολλανδικά
Μετάφραση: πολυμαθής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geleerd, aangeleerd, leerde, leerden, geleerde
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολυμαθής
πολυμαθής συνωνυμο, πολυμαθής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολυμαθής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πολυθρόνα στα ολλανδικά - fauteuil, armstoel, leuningstoel, zorgenstoel, zorgstoel, leunstoel, stoel, ...
- πολυλογάς στα ολλανδικά - kletskous, babbelkous, Chatterbox, van Chatterbox, spraakwaterval
- πολυσύνθετος στα ολλανδικά - complex, ingewikkeld, samengesteld, complexe, ingewikkelde, complexer
- πολυτάραχος στα ολλανδικά - stormachtig, stormachtige, stormy, storm
Τυχαίες λέξεις
Πολυμαθής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geleerd, aangeleerd, leerde, leerden, geleerde
Μεταφράσεις: geleerd, aangeleerd, leerde, leerden, geleerde