Πολύ στα ολλανδικά
Μετάφραση: πολύ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
terdege, heel, erg, identiek, veel, bijzonder, bijster, zeer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολύ
πολύ σκληρός για να πεθάνει σήμερα, πολύ εύκολη μηλόπιτα, πολύ κακό για το τίποτα, πολύ δουλειά, πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι, πολύ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολύ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πολυτέλεια στα ολλανδικά - weeldeartikel, weelde, weelderigheid, pracht, lux, luxe, luxeartikel, ...
- πολυτελής στα ολλανδικά - kwistig, luxeartikel, luxueus, pracht, weelde, luxe, weeldeartikel, ...
- πολύγλωσσος στα ολλανδικά - polyglot, meertalige, veeltalige, polyglotte, polyglottische
- πολύκροτος στα ολλανδικά - roemvol, gerenommeerd, beroemd, glorieus, gevierd, roemruchtig, vermaard, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολύ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: terdege, heel, erg, identiek, veel, bijzonder, bijster, zeer
Μεταφράσεις: terdege, heel, erg, identiek, veel, bijzonder, bijster, zeer