Πτηνό στα ολλανδικά

Μετάφραση: πτηνό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pluimvee, gevogelte, vogel, vogels, bird, vogel van
Πτηνό στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πτηνό

καλιακούδα πτηνό, πελεκάνος πτηνό, γερανός πτηνό, κορυδαλλός πτηνό, αετός πτηνό, πτηνό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πτηνό στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πτερύγιο στα ολλανδικά - wiek, klep, flap, klepje, lap, flappen
  • πτηνοτροφείο στα ολλανδικά - volière, vogelhuis, aviary, ren, voliere
  • πτητικός στα ολλανδικά - vluchtig, vluchtige, volatiele, volatiel, aan vluchtige
  • πτοώ στα ολλανδικά - beschamen, imponeren, te imponeren, overawe, intimideren, overdonderen
Τυχαίες λέξεις
Πτηνό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: pluimvee, gevogelte, vogel, vogels, bird, vogel van