Ρελιάζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: ρελιάζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vlechten, reliazo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρελιάζω
ρελιάζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρελιάζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ρεζιλεύω στα ολλανδικά - versuffen, stompen, te stompen, te bespotten, af te stompen
- ρεκόρ στα ολλανδικά - discus, schijf, vastleggen, aantekenen, plaat, record, registreren, ...
- ρεματιά στα ολλανδικά - kloof, ravijn, het ravijn
- ρεμβάζω στα ολλανδικά - dromen, muze, mijmeren, Muse, de Muse, muze van, Muse van
Τυχαίες λέξεις
Ρελιάζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vlechten, reliazo
Μεταφράσεις: vlechten, reliazo