Ρευματισμοί στα ολλανδικά

Μετάφραση: ρευματισμοί, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
reumatiek, reuma, rheumatiek, van reuma, rheuma
Ρευματισμοί στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρευματισμοί

ρευματισμοί αντιμετώπιση, ρευματισμοί στα πόδια, ρευματισμοί και βότανα, ρευματισμοί τι είναι, ρευματισμοί σωτήρια η έγκαιρη διάγνωση, ρευματισμοί λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρευματισμοί στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ρετάλι στα ολλανδικά - rest, overblijfsel, restant, overgebleven, overigen
  • ρετσίνι στα ολλανδικά - hars, kunsthars, resin, kunststof
  • ρευστοποίηση στα ολλανδικά - liquidatie, vereffening, faillissement, de liquidatie, de vereffening
  • ρευστοποιώ στα ολλανδικά - afwikkelen, liquideren, vereffenen, opheffen, solveren, Liquify, Uitvloeien, ...
Τυχαίες λέξεις
Ρευματισμοί στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: reumatiek, reuma, rheumatiek, van reuma, rheuma