Ρευστότητα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ρευστότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
liquiditeit, de liquiditeit, liquiditeiten, liquiditeitsrisico, liquiditeitspositie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρευστότητα
ρευστότητα εταιρείας, ρευστότητα ελληνικών τραπεζών, ρευστότητα english, ρευστότητα συνώνυμο, ρευστότητα επιχείρησης, ρευστότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρευστότητα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ρευστοποίηση στα ολλανδικά - liquidatie, vereffening, faillissement, de liquidatie, de vereffening
- ρευστοποιώ στα ολλανδικά - afwikkelen, liquideren, vereffenen, opheffen, solveren, Liquify, Uitvloeien, ...
- ρεύμα στα ολλανδικά - kreek, tegenwoordig, beek, stroom, actueel, loop, huidig, ...
- ρημάζω στα ολλανδικά - verwoesten, teisteren, ravage, te verwoesten, geteisterd
Τυχαίες λέξεις
Ρευστότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: liquiditeit, de liquiditeit, liquiditeiten, liquiditeitsrisico, liquiditeitspositie
Μεταφράσεις: liquiditeit, de liquiditeit, liquiditeiten, liquiditeitsrisico, liquiditeitspositie