Σέσουλα στα ολλανδικά
Μετάφραση: σέσουλα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
primeur, schep, bolletje, schepje, lepel
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σέσουλα
σέσουλα αγορά, σέσουλα λευκάδα, σέσουλα θεσσαλονίκη, σέσουλα νέα μάκρη, σέσκουλα αγγλικά, σέσουλα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σέσουλα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σέρνω στα ολλανδικά - trekken, slepen, drag, sleep, belemmering, sleept
- σέρτικος στα ολλανδικά - straf, duchtig, gestreng, bar, zwaar, sertikos
- σήμα στα ολλανδικά - aanduiden, aanwijzen, wenk, tonen, uitduiden, merkteken, kenmerken, ...
- σήμερα στα ολλανδικά - tegenwoordig, thans, vandaag, vandaag de dag, huidige, vandaag nog
Τυχαίες λέξεις
Σέσουλα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: primeur, schep, bolletje, schepje, lepel
Μεταφράσεις: primeur, schep, bolletje, schepje, lepel