Σκάλα στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκάλα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ladder, zwemtrap, trap, laddertje, de ladder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκάλα
σκάλα σκαμνιάς, σκάλα ονειροκριτης, σκάλα του μιλάνου, σκάλα λακωνίας, σκάλα τετραχρωμίας, σκάλα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκάλα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκάβω στα ολλανδικά - uithollen, rooien, graven, hol, opduikelen, delven, arbeiden, ...
- σκάγια στα ολλανδικά - schot, gissing, shots, schoten, opnamen, Doelpogingen
- σκάμμα στα ολλανδικά - pit, kuil, put, gracht, pits
- σκάφος στα ολλανδικά - etui, beroep, pul, handwerk, boot, vat, bak, ...
Τυχαίες λέξεις
Σκάλα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ladder, zwemtrap, trap, laddertje, de ladder
Μεταφράσεις: ladder, zwemtrap, trap, laddertje, de ladder