Σκιαγραφώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκιαγραφώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aftekenen, uittekenen, trekken, schets, omtrek, omlijning, overzicht, lijnen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκιαγραφώ
σκιαγραφώ συνώνυμα, σκιαγραφώ ορισμός, σκιαγραφώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκιαγραφώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκιέρ στα ολλανδικά - skiër, skier, De skiër, skiër van, skiërs
- σκιαγράφηση στα ολλανδικά - uittekenen, aftekenen, aanleg, samenvatting, ontwerp, schets, schetsen, ...
- σκιερός στα ολλανδικά - verdachte, verdacht, lichtgeraakt, umbrageous
- σκιώδης στα ολλανδικά - schaduwrijk, schimmige, schaduwrijke, duistere, schaduwachtige
Τυχαίες λέξεις
Σκιαγραφώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aftekenen, uittekenen, trekken, schets, omtrek, omlijning, overzicht, lijnen
Μεταφράσεις: aftekenen, uittekenen, trekken, schets, omtrek, omlijning, overzicht, lijnen