Trekken στα ελληνικά
Μετάφραση: trekken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιπλανιέμαι, υπόλειμμα, ρυμουλκώ, τριγυρίζω, ρυτίδα, εξαναγκάζω, βία, ζωγραφίζω, τραβώ, στουπί, επισύρω, σκιαγραφώ, μεταναστεύω, δύναμη, σέρνω, περιφέρομαι, να τραβήξει, για να τραβήξει, να τραβήξετε, να βγάλει, να αποχωρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bekronen στα ελληνικά - κορώνα, κορόνα, στέμμα, θήκη, στεφάνι, κόμης, κορώνας
- mond στα ελληνικά - στόμιο, οπή, στόμα, το στόμα, πυρετού, στόματος, πυρετό
- rabat στα ελληνικά - έκπτωση, ανάρτηση, ανακοπή, εναιώρημα, ανάπαυλα, αναστολή, μείωση, ...
- schaduwzijde στα ελληνικά - μειονέκτημα, σκιά, απόχρωση, σκιάς, τη σκιά, απόχρωσης
Τυχαίες λέξεις
Trekken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιπλανιέμαι, υπόλειμμα, ρυμουλκώ, τριγυρίζω, ρυτίδα, εξαναγκάζω, βία, ζωγραφίζω, τραβώ, στουπί, επισύρω, σκιαγραφώ, μεταναστεύω, δύναμη, σέρνω, περιφέρομαι, να τραβήξει, για να τραβήξει, να τραβήξετε, να βγάλει, να αποχωρήσει
Μεταφράσεις: περιπλανιέμαι, υπόλειμμα, ρυμουλκώ, τριγυρίζω, ρυτίδα, εξαναγκάζω, βία, ζωγραφίζω, τραβώ, στουπί, επισύρω, σκιαγραφώ, μεταναστεύω, δύναμη, σέρνω, περιφέρομαι, να τραβήξει, για να τραβήξει, να τραβήξετε, να βγάλει, να αποχωρήσει