Σκόνη στα ολλανδικά

Μετάφραση: σκόνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afval, rommel, prullaria, puin, vuil, stof, rommelzooi, vuilnis, van stof, het stof, stof-, stoffen
Σκόνη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκόνη

σκόνη αραρούτι, σκόνη μαγνησίας, σκόνη - μαχαιρίτσας λαυρέντης, σκόνη πρωτεΐνης, σκόνη αδυνατίσματος, σκόνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκόνη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σκυταλοδρομία στα ολλανδικά - estafette, estafetteloop, relaisras, estafettewedstrijd, estafetterace
  • σκωρία στα ολλανδικά - slak, slakken, slag, van slakken
  • σκόντο στα ολλανδικά - rabat, korting, Skonto, van Skonto, het Skonto, de Skonto
  • σκόπιμα στα ολλανδικά - moedwillig, wetens, bewust, willens en wetens, en wetens, opzettelijk
Τυχαίες λέξεις
Σκόνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afval, rommel, prullaria, puin, vuil, stof, rommelzooi, vuilnis, van stof, het stof, stof-, stoffen