Stof στα ελληνικά

Μετάφραση: stof, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ύλη, σκόνη, πανί, υποκείμενο, υπήκοος, ύφασμα, πράμα, υπόθεση, νοιάζομαι, ουσία, θέμα, αντικείμενο, σκόνης, τη σκόνη, της σκόνης, σκόνες
Stof στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stoer στα ελληνικά - εταιρία, γερός, σκληρός, δύσκολος, ρωμαλέος, σκληροτράχηλος, εδραίος, ...
  • stoet στα ελληνικά - παρέλαση, πομπή, πομπής, περιφορά, λιτανεία, λιτάνευση
  • stoffelijk στα ελληνικά - δεκανέας, σωματικά, ύλη, πράμα, υλικό, υλικού, υλικών, ...
  • stok στα ελληνικά - χώνω, σκυτάλη, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Τυχαίες λέξεις
Stof στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ύλη, σκόνη, πανί, υποκείμενο, υπήκοος, ύφασμα, πράμα, υπόθεση, νοιάζομαι, ουσία, θέμα, αντικείμενο, σκόνης, τη σκόνη, της σκόνης, σκόνες