Συγυρισμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: συγυρισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ordelijk, keurig, netjes, nette, keurige, halsband
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγυρισμένος
συγυρισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συγυρισμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συγνώμη στα ολλανδικά - verontschuldiging, excuus, sorry, spijt, Het spijt ons, jammer, droevig
- συγυρίζω στα ολλανδικά - ordelijk, opruimen, netjes, ruimen, te ruimen, opruimen van
- συγχέω στα ολλανδικά - warboel, rommel, snafu, minpunt
- συγχαίρω στα ολλανδικά - gelukwensen, feliciteren, gefeliciteerd, felicitaties, Gefeliciteerd met
Τυχαίες λέξεις
Συγυρισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ordelijk, keurig, netjes, nette, keurige, halsband
Μεταφράσεις: ordelijk, keurig, netjes, nette, keurige, halsband