Συγχωνεύω στα ολλανδικά

Μετάφραση: συγχωνεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
samensmelten, vermengen, amalgameren, amalgamate, samen te voegen
Συγχωνεύω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγχωνεύω

συγχωνεύω συνώνυμο, συγχωνεύω συνώνυμα, συγχωνεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συγχωνεύω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συγχορδία στα ολλανδικά - overeenstemming, samenklank, akkoord, snaar, koorde, accoord, akkoorden
  • συγχωνεύομαι στα ολλανδικά - lont, zekering, buis, fuze, de ontstekingsbuis
  • συγχωρώ στα ολλανδικά - excuus, verontschuldigen, vergeving, vergiffenis, pardon, genade, gratie, ...
  • συγχώνευση στα ολλανδικά - fusie, concentratie, de fusie, fusies, samenvoeging
Τυχαίες λέξεις
Συγχωνεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: samensmelten, vermengen, amalgameren, amalgamate, samen te voegen