Συγχωνεύω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συγχωνεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amalgamar, fundir, amalgamate
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγχωνεύω
συγχωνεύω συνώνυμο, συγχωνεύω συνώνυμα, συγχωνεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγχωνεύω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συγχορδία στα πορτογαλικά - acorde, corda, acordes, de acordes, acorde de
- συγχωνεύομαι στα πορτογαλικά - fusível, Fuze, espoleta, deflagrador, detonador
- συγχωρώ στα πορτογαλικά - esqueça-se, indultar, dividir, desculpar, perdão, desculpa, justificar, ...
- συγχώνευση στα πορτογαλικά - fusão, incorporação, concentração, de fusão, das concentrações
Τυχαίες λέξεις
Συγχωνεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amalgamar, fundir, amalgamate
Μεταφράσεις: amalgamar, fundir, amalgamate