Συναγωνισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: συναγωνισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rivaal, concours, wedstrijd, mededinger, concurrentie, match, concurrent, wedijver, competitie, mededinging, de mededinging
Συναγωνισμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναγωνισμός

ανταγωνισμόσ συναγωνισμόσ, αθέμιτοσ συναγωνισμόσ, συναγωνισμός συνώνυμο, συναγωνισμός ορισμός, συναγωνισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συναγωνισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συναγωγή στα ολλανδικά - synagoge, jodenkerk, de synagoge, synagogen, synagoge van
  • συναγωνίζομαι στα ολλανδικά - wedijveren, concurreren, meedingen, te concurreren, concurrentie
  • συναθροίζομαι στα ολλανδικά - bijeenkomen
  • συναθροίζω στα ολλανδικά - bijeenkomen, assembleren, zetten, samenkomen, vergaderen, verzamelen, monteren, ...
Τυχαίες λέξεις
Συναγωνισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rivaal, concours, wedstrijd, mededinger, concurrentie, match, concurrent, wedijver, competitie, mededinging, de mededinging