Συναθροίζομαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: συναθροίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijeenkomen
Συναθροίζομαι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναθροίζομαι

συναθροίζομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συναθροίζομαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συναγωνίζομαι στα ολλανδικά - wedijveren, concurreren, meedingen, te concurreren, concurrentie
  • συναγωνισμός στα ολλανδικά - rivaal, concours, wedstrijd, mededinger, concurrentie, match, concurrent, ...
  • συναθροίζω στα ολλανδικά - bijeenkomen, assembleren, zetten, samenkomen, vergaderen, verzamelen, monteren, ...
  • συναινώ στα ολλανδικά - toestemming, instemming, toestemming van, goedkeuring, de toestemming
Τυχαίες λέξεις
Συναθροίζομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bijeenkomen