Σφουγγαρίστρα στα ολλανδικά

Μετάφραση: σφουγγαρίστρα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dweilen, zwabber, mop, dweil
Σφουγγαρίστρα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφουγγαρίστρα

σφουγγαρίστρα μετάφραση, σφουγγαρίστρα vileda, σφουγγαρίστρα τιμές, σφουγγαρίστρα γερμανικα, ηλεκτρική σκούπα-σφουγγαρίστρα, σφουγγαρίστρα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σφουγγαρίστρα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σφοδρός στα ολλανδικά - heftig, heftige, felle, hevige, fel
  • σφουγγαρίζω στα ολλανδικά - dweilen, zwabber, mop, dweil
  • σφράγισμα στα ολλανδικά - vulling, vullen, het vullen, vullend, vul-
  • σφρίγος στα ολλανδικά - kracht, energie, groeikracht, vitaliteit, daadkracht
Τυχαίες λέξεις
Σφουγγαρίστρα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dweilen, zwabber, mop, dweil