Τακτικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: τακτικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gelijkmatig, geregeld, regelmatig, steevast, regelmatige, reguliere, gewone
Τακτικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τακτικός

τακτικός φορολογικός έλεγχος, τακτικός αριθμός, τακτικός προυπολογισμός 2013, τακτικός προυπολογισμός, τακτικός νυφικά, τακτικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τακτικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τακούνι στα ολλανδικά - hak, hiel, de hiel, de hak, hakken
  • τακτικά στα ολλανδικά - regelmatig, dikwijls, menigmaal, gedurig, vaak, geregeld, regelmatig te, ...
  • τακτικότητα στα ολλανδικά - regelmaat, regelmatigheid, de regelmatigheid, rechtmatigheid, regelmatig
  • τακτοποίηση στα ολλανδικά - maatregel, inrichting, regeling, schikking, organisatie, zetting, akkoord, ...
Τυχαίες λέξεις
Τακτικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gelijkmatig, geregeld, regelmatig, steevast, regelmatige, reguliere, gewone