Ταξινομώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: ταξινομώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
classificeren, indelen, sorteren, soort, Sorteer, Sort, een soort
Ταξινομώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταξινομώ

ταξινομώ αγγλικα, ταξινομώ δεδομένα εξάγω συμπεράσματα, ταξινομώ στα αγγλικα, ταξινομώ συνώνυμα, ταξινομώ συνώνυμο, ταξινομώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ταξινομώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ταξιδεύω στα ολλανδικά - varen, trip, rijden, karren, verlopen, toer, tocht, ...
  • ταξιδιώτης στα ολλανδικά - reiziger, reizigersbeoordelingen, reizigersfoto, beoordelingen, reizigers
  • ταξινόμηση στα ολλανδικά - classificatie, indeling, de indeling, kwalificatie, indeling in
  • ταπείνωση στα ολλανδικά - vernedering, schande, vernederingen, de vernedering, vernederd, verootmoediging
Τυχαίες λέξεις
Ταξινομώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: classificeren, indelen, sorteren, soort, Sorteer, Sort, een soort