Indelen στα ελληνικά
Μετάφραση: indelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
είδος, τύπος, υπάγω, ξεδιαλέγω, κλάση, τάξη, ταξινομώ, τακτοποιώ, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, διαχωρισμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inconsequent στα ελληνικά - ασυνεπής, ασυμβίβαστη, συνάδει, ασυνεπή, ασυμβίβαστο
- indampen στα ελληνικά - εξατμίζομαι, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν
- inderdaad στα ελληνικά - αλήθεια, πράγματι, πραγματικά, όντως, μάλιστα
- indertijd στα ελληνικά - άλλοτε, προηγούμενα, προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη
Τυχαίες λέξεις
Indelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: είδος, τύπος, υπάγω, ξεδιαλέγω, κλάση, τάξη, ταξινομώ, τακτοποιώ, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, διαχωρισμός
Μεταφράσεις: είδος, τύπος, υπάγω, ξεδιαλέγω, κλάση, τάξη, ταξινομώ, τακτοποιώ, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, διαχωρισμός