Ταπεινοφροσύνη στα ολλανδικά

Μετάφραση: ταπεινοφροσύνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
discretie, nederigheid, ootmoed, zedigheid, bescheidenheid, deemoed, Humility
Ταπεινοφροσύνη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταπεινοφροσύνη

ταπεινοφροσύνη λεξικο, ταπεινοφροσύνη σημασια, ταπεινοφροσύνη ορισμός, ταπεινότητα ταπεινοφροσύνη, ταπεινοφροσύνη ετυμολογία, ταπεινοφροσύνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ταπεινοφροσύνη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ταξινόμηση στα ολλανδικά - classificatie, indeling, de indeling, kwalificatie, indeling in
  • ταπείνωση στα ολλανδικά - vernedering, schande, vernederingen, de vernedering, vernederd, verootmoediging
  • ταπεινός στα ολλανδικά - schunnig, miserabel, schamel, verachtelijk, bescheiden, ellendig, nietswaardig, ...
  • ταπεινώνω στα ολλανδικά - verootmoedigen, afdraaien, vernederen, verlagen, afslaan, neerhalen, kleinmaken, ...
Τυχαίες λέξεις
Ταπεινοφροσύνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: discretie, nederigheid, ootmoed, zedigheid, bescheidenheid, deemoed, Humility