Nederigheid στα ελληνικά
Μετάφραση: nederigheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταπεινοφροσύνη, ταπεινότητα, ταπεινότητας, ταπεινοφροσύνης, την ταπεινότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nectar στα ελληνικά - νέκταρ, το νέκταρ, νέκταρος, του νέκταρος
- nederig στα ελληνικά - ταπεινός, ταπεινώς, ταπεινούς, lowly, ασήμαντο
- nederzetting στα ελληνικά - παροικία, οικισμός, αποικία, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
- nee στα ελληνικά - κανένας, όχι, δεν, αριθ, καμία, κανένα
Τυχαίες λέξεις
Nederigheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταπεινοφροσύνη, ταπεινότητα, ταπεινότητας, ταπεινοφροσύνης, την ταπεινότητα
Μεταφράσεις: ταπεινοφροσύνη, ταπεινότητα, ταπεινότητας, ταπεινοφροσύνης, την ταπεινότητα