Τελικά στα ολλανδικά
Μετάφραση: τελικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eindelijk, tenslotte, uiteindelijk, Tot slot, ten slotte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τελικά
τελικά συνώνυμα, τελικά όποιος πάει κόντρα στον τράκη... αυτά παθαίνει, τελικά αποτελεσματα εκλογων, τελικά αποτελέσματα δήμου αθηναίων, τελικά βλάπτει το ηλεκτρονικό τσιγάρο, τελικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τελικά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τελετουργικός στα ολλανδικά - plichtplegingen, plechtigheid, plechtig, ceremonieel, ritueel, rituele, rituelen, ...
- τελευταίος στα ολλανδικά - verleden, standhouden, voorafgaand, later, laatste, vorig, achterste, ...
- τελικός στα ολλανδικά - definitief, finaal, finale, eind-, uiteindelijk
- τελωνείο στα ολλανδικά - douane, de douane, douane-, douanekantoor
Τυχαίες λέξεις
Τελικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: eindelijk, tenslotte, uiteindelijk, Tot slot, ten slotte
Μεταφράσεις: eindelijk, tenslotte, uiteindelijk, Tot slot, ten slotte