Τιμωρία στα ολλανδικά

Μετάφραση: τιμωρία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bestraffing, straf, straffen, de straf, doodstraf
Τιμωρία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τιμωρία

τιμωρία συνώνυμα, τιμωρία μπαρτσελόνα, τιμωρία σοκ για νεαρό διαρρήκτη, τιμωρία ολυμπιακού, τιμωρία παναθηναϊκού, τιμωρία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τιμωρία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τιμητικός στα ολλανδικά - weledel, weledelgeboren, titulair, titularis, titulaire, titular, retrocederen
  • τιμολόγιο στα ολλανδικά - tarief, factuur, rekening, factuurdatum, de factuur, facturen
  • τιμωρώ στα ολλανδικά - straffen, bestraffen, kastijden, tuchtigen, gispen, hekelen, castigate
  • τιμόνι στα ολλανδικά - roer, stuur, stuurwiel, leiding wiel, het stuurwiel, het stuur
Τυχαίες λέξεις
Τιμωρία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bestraffing, straf, straffen, de straf, doodstraf