Τιτιβίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: τιτιβίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwetteren, tjilpen, sjilpen, piepen, twitter
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιτιβίζω
τιτιβίζω ορισμός, τιτιβίζω λεξικό, τιτιβίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τιτιβίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τιμώ στα ολλανδικά - eren, vereren, huldigen, eer, ere, de eer, bruidsmeisje, ...
- τιτανικός στα ολλανδικά - titanisch, reusachtig, Titanic, kolossaal, titanische
- τιτλοφορώ στα ολλανδικά - recht, het recht, recht geven, aanspraak, recht geeft
- τμήμα στα ολλανδικά - deling, divisie, afdeling, branche, geleding, baanvak, vak, ...
Τυχαίες λέξεις
Τιτιβίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kwetteren, tjilpen, sjilpen, piepen, twitter
Μεταφράσεις: kwetteren, tjilpen, sjilpen, piepen, twitter