Τιτιβίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: τιτιβίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цвірінькати, щебет, щебетати, щебетання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τιτιβίζω
τιτιβίζω ορισμός, τιτιβίζω λεξικό, τιτιβίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τιτιβίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τιμώ στα ουκρανικά - вшанувати, честь, шана, гідність, шанувати, вшанування
- τιτανικός στα ουκρανικά - титанічний, титанічна, титанічну
- τιτλοφορώ στα ουκρανικά - озаглавлювати, називати, назвіть, давати, надавати, даватиме, даватимуть
- τμήμα στα ουκρανικά - перетин, відділ, підрозділяти, параграф, сегмент, розділ, розділу, ...
Τυχαίες λέξεις
Τιτιβίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: цвірінькати, щебет, щебетати, щебетання
Μεταφράσεις: цвірінькати, щебет, щебетати, щебетання