Τουαλέτα στα ολλανδικά
Μετάφραση: τουαλέτα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toilet, privaat, kleding, secreet, wC, toiletten, toiletpapier
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τουαλέτα
τουαλέτα ονειροκρίτης, τουαλέτα για γάμο, τουαλέτα κρεβατοκάμαρας, τουαλέτα για σκύλους, τουαλέτα σκύλου, τουαλέτα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τουαλέτα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τοστ στα ολλανδικά - toost, roosteren, braden, branden, toast, proosten, geroosterd brood, ...
- του στα ολλανδικά - zijn, haar, z'n, van, van de, van het, over
- τουλίπα στα ολλανδικά - tulp, tulip, tulpen, tuin tulp, tulp van
- τουρίστας στα ολλανδικά - toerist, toeristische, toeristisch, toeristen, toeristenbelasting
Τυχαίες λέξεις
Τουαλέτα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toilet, privaat, kleding, secreet, wC, toiletten, toiletpapier
Μεταφράσεις: toilet, privaat, kleding, secreet, wC, toiletten, toiletpapier