Toilet στα ελληνικά
Μετάφραση: toilet, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τουαλέτα, μπορώ, μυημένος, λουτρό, αποχωρητήριο, κουτί, WC, WC Βοηθητικοί, τουαλέτα σε, μπάνιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accompagnement στα ελληνικά - συνοδεία, ακολουθία, συνοδεύω, καβαλιέρος, συνοδείας, συνοδευτικό, συμπλήρωμα, ...
- flop στα ελληνικά - προτομή, αποτυχία, φιάσκο, φέσι, πτώση, φλοπ, κυκλώματος
- meteorologie στα ελληνικά - μετεωρολογία, Μετεωρολογίας, τη μετεωρολογία, της μετεωρολογίας, η μετεωρολογία
- ondergang στα ελληνικά - ειμαρμένη, κόλαση, χαμός, μοίρα, doom, μοίρας, καταστροφής
Τυχαίες λέξεις
Toilet στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τουαλέτα, μπορώ, μυημένος, λουτρό, αποχωρητήριο, κουτί, WC, WC Βοηθητικοί, τουαλέτα σε, μπάνιο
Μεταφράσεις: τουαλέτα, μπορώ, μυημένος, λουτρό, αποχωρητήριο, κουτί, WC, WC Βοηθητικοί, τουαλέτα σε, μπάνιο