Τυπικότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: τυπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
formaliteit, formaliteiten, formeel, formele, formaliteit is
Τυπικότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τυπικότητα

τυπικότητα f, τυπικότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τυπικότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τυμπανιστής στα ολλανδικά - tamboer, trommelslager, trommelaar, drummer, slagwerker
  • τυπικός στα ολλανδικά - eigenaardig, typisch, typische, de typische, normale, karakteristieke
  • τυπογράφος στα ολλανδικά - drukker, boekdrukker, printer, typograaf, typographer, typografische, de typograaf, ...
  • τυπώνω στα ολλανδικά - boekdrukken, printen, afdruk, afdrukken, prent, Print, drukken
Τυχαίες λέξεις
Τυπικότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: formaliteit, formaliteiten, formeel, formele, formaliteit is