Τυφλά στα ολλανδικά
Μετάφραση: τυφλά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blind, blinde, blinden, dode, jaloezie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τυφλά
τυφλά οικόπεδα 2011, τυφλά φίδια, τυφλά αψιδώματα, τυφλά σημεία, τυφλά γατάκια, τυφλά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τυφλά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τυρί στα ολλανδικά - kaas, cheese, kaas aangezeten, de kaas
- τυραννία στα ολλανδικά - absolutisme, dictatuur, alleenheerschappij, tirannie, de tirannie, tyrannie, dwingelandij, ...
- τυφλοπόντικας στα ολλανδικά - mol, havendam, pier, moedervlek, molaire, mole, mol-
- τυφλός στα ολλανδικά - verblinden, blinde, blind, blinden, dode, jaloezie
Τυχαίες λέξεις
Τυφλά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: blind, blinde, blinden, dode, jaloezie
Μεταφράσεις: blind, blinde, blinden, dode, jaloezie