Τυφλά στα ουκρανικά
Μετάφραση: τυφλά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сліпо, нерозважливо, сліпма, безрозсудно, сліпий, сліпої, сліпою, сліпій, сліпа
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τυφλά
τυφλά οικόπεδα 2011, τυφλά φίδια, τυφλά αψιδώματα, τυφλά σημεία, τυφλά γατάκια, τυφλά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τυφλά στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τυρί στα ουκρανικά - сир
- τυραννία στα ουκρανικά - деспотизм, тиранство, тиранія, жорстокість, тиранення, тиранію
- τυφλοπόντικας στα ουκρανικά - шаблони, моль, міль
- τυφλός στα ουκρανικά - ширма, сліпа, бленда, сліпий, невиразний, глухої, сліпої, ...
Τυχαίες λέξεις
Τυφλά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: сліпо, нерозважливо, сліпма, безрозсудно, сліпий, сліпої, сліпою, сліпій, сліпа
Μεταφράσεις: сліпо, нерозважливо, сліпма, безрозсудно, сліпий, сліпої, сліпою, сліпій, сліпа