Υγραίνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: υγραίνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bevochtigen, te bevochtigen, bevochtigt, bevochtiging, bevochtig
Υγραίνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υγραίνω

υγραίνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υγραίνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υγιής στα ολλανδικά - valide, fit, gezond, gezonde, gezondheid, een gezonde
  • υγιεινός στα ολλανδικά - gezond, gezonde, gezondheid, een gezonde
  • υγρασία στα ολλανδικά - condens, vocht, aanslag, vochtigheid, vochtgehalte, van vocht
  • υγροποιώ στα ολλανδικά - vloeibaar maken, smelten, vloeibaar, vloeibaar te maken, vloeibaar te
Τυχαίες λέξεις
Υγραίνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bevochtigen, te bevochtigen, bevochtigt, bevochtiging, bevochtig