Υπερήφανα στα ολλανδικά
Μετάφραση: υπερήφανα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trots, Proudly, met trots, vol trots, Toon trots
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπερήφανα
υπερήφανα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υπερήφανα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- υπεράριθμος στα ολλανδικά - overbodig, surnumerair, restembryo, overtollige, boventallige, overtallige
- υπεράσπιση στα ολλανδικά - pleiten, defensie, verdediging, verweer, afweer, de verdediging
- υπερακοντίζω στα ολλανδικά - verlopen, passeren, doorbrengen, aanreiken, langsgaan, uitblinken, doorgeven, ...
- υπερασπίζομαι στα ολλανδικά - verdedigen, verweren, kampioen, kampioen van, champion, kampioen te
Τυχαίες λέξεις
Υπερήφανα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: trots, Proudly, met trots, vol trots, Toon trots
Μεταφράσεις: trots, Proudly, met trots, vol trots, Toon trots