Υποφερτός στα ολλανδικά

Μετάφραση: υποφερτός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dragelijk, sufferable, uit te houden
Υποφερτός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποφερτός

υποφερτός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, υποφερτός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπουργός στα ολλανδικά - dominee, bewindsman, minister, predikant, minister van, dienaar, dienen
  • υποφέρω στα ολλανδικά - velen, opbrengen, uitstaan, afwerpen, toelaten, ondergaan, baren, ...
  • υποχρέωση στα ολλανδικά - verplichting, obligatie, plicht, verbintenis, verplicht, de verplichting
  • υποχρεωτικός στα ολλανδικά - bindend, gedwongen, dwingend, verplicht, verplichtend, verplichte, de toepassing, ...
Τυχαίες λέξεις
Υποφερτός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dragelijk, sufferable, uit te houden