Υποφερτός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υποφερτός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sufferable, suportáveis, sofrível, sofríveis, suportável
Υποφερτός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υποφερτός

υποφερτός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υποφερτός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υπουργός στα πορτογαλικά - ministro, mineração, ministro da, ministra, ministrar, ministro do
  • υποφέρω στα πορτογαλικά - aguentar, suportar, sofra, padecer, sustentar, urso, subitamente, ...
  • υποχρέωση στα πορτογαλικά - obrigação, dever, desagradável, obrigação de, obrigações, a obrigação
  • υποχρεωτικός στα πορτογαλικά - compulsório, obrigatório, obrigatória, aplicabilidade, obrigatórias, obrigatórios
Τυχαίες λέξεις
Υποφερτός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sufferable, suportáveis, sofrível, sofríveis, suportável