Φανατικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: φανατικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
razend, dweper, dol, woest, fanatiek, fanaticus, fanatieke, fanaat, fanatic
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φανατικός
φανατικός καπνιστής, ο φανατικός, φανατικός ορισμός, φανατικόσ λεξικο, φανατικός ετυμολογία, φανατικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φανατικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φανέλα στα ολλανδικά - overhemd, herenvest, hemd, trui, jersey, shirt, jersey met
- φαναράκι στα ολλανδικά - lantaarn, Lantern, De Inzameling, De Inzameling van, Inzameling van de
- φανατισμός στα ολλανδικά - fanatisme, het fanatisme, fanaticism, dweepzucht
- φανελάκι στα ολλανδικά - herenvest, hemd, overhemd, shirt van, shirt van de, shirts
Τυχαίες λέξεις
Φανατικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: razend, dweper, dol, woest, fanatiek, fanaticus, fanatieke, fanaat, fanatic
Μεταφράσεις: razend, dweper, dol, woest, fanatiek, fanaticus, fanatieke, fanaat, fanatic