Φανατικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: φανατικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raivoso, fanático, fanático dos, fanático do, fanatic, fanáticos
Φανατικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φανατικός

φανατικός καπνιστής, ο φανατικός, φανατικός ορισμός, φανατικόσ λεξικο, φανατικός ετυμολογία, φανατικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, φανατικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • φανέλα στα πορτογαλικά - embarcação, camisa, colete, veste, navio, camisola, jérsei, ...
  • φαναράκι στα πορτογαλικά - linguagem, língua, lanterna, lanterna de, lantern, lanterna do, da lanterna
  • φανατισμός στα πορτογαλικά - fanatismo, o fanatismo, do fanatismo, fanatismos, ao fanatismo
  • φανελάκι στα πορτογαλικά - veste, navio, colete, embarcação, camisa, camiseta, shirt do, ...
Τυχαίες λέξεις
Φανατικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: raivoso, fanático, fanático dos, fanático do, fanatic, fanáticos