Φεγγίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: φεγγίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fengizo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φεγγίζω
φεγγίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φεγγίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φαύλος στα ολλανδικά - barbaars, kwaadaardig, boosaardig, hatelijk, verdorven, vicieuze, wrede
- φεγγάρι στα ολλανδικά - maan, maand, Moon, de maan, maan van, van de Maan
- φεγγοβολώ στα ολλανδικά - gloed, blaken, vuur, glans, gloeien, glow, branden, ...
- φειδωλός στα ολλανδικά - nuchter, sober, stemmig, spaarzaam, bezadigd, matig, sparing, ...
Τυχαίες λέξεις
Φεγγίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fengizo
Μεταφράσεις: fengizo