Φιλάρεσκος στα ολλανδικά

Μετάφραση: φιλάρεσκος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behaagziek, koket, chic, opgedirkt, gekleed, opgedirkte, dressy
Φιλάρεσκος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φιλάρεσκος

φιλάρεσκος συνώνυμο, φιλάρεσκοσ συνώνυμα, φιλάρεσκος βικιλεξικο, φιλάρεσκος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φιλάρεσκος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φιλάνθρωπος στα ολλανδικά - charitatief, filantroop, een filantroop, weldoener, de filantroop, mensenvriend
  • φιλάργυρος στα ολλανδικά - vrekkig, pinnig, inhalig, schraperig, belust, gierig, begerig, ...
  • φιλάσθενος στα ολλανδικά - ziekelijk, ziekelijke, zwakke vroeggeboorte, zieke, sickly
  • φιλί στα ολλανδικά - kus, zoen, kussen, zoenen, kiss, kus van
Τυχαίες λέξεις
Φιλάρεσκος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: behaagziek, koket, chic, opgedirkt, gekleed, opgedirkte, dressy