Φιλόσοφος στα ολλανδικά
Μετάφραση: φιλόσοφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
filosoof, wijsgeer, de filosoof, filosofe, fi losoof
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φιλόσοφος
φιλόσοφος ράμφος, φιλόσοφοσ και θείοσ έρωσ, φιλόσοφος καντ, φιλόσοφος επίκουρος, φιλόσοφος αριστοτέλης, φιλόσοφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φιλόσοφος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- φιλόνικος στα ολλανδικά - feeksachtig, kijfziek, shrewish
- φιλόπονος στα ολλανδικά - ijverig, zorgvuldig, ijverige, zorgvuldige, nauwkeurig
- φιλόφρων στα ολλανδικά - lief, aardig, voorkomend, beminnelijk, zoet, vriendelijk, welwillend, ...
- φιλύποπτος στα ολλανδικά - sluw, wantrouwig, wantrouwend, leery, wantrouwend moet
Τυχαίες λέξεις
Φιλόσοφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: filosoof, wijsgeer, de filosoof, filosofe, fi losoof
Μεταφράσεις: filosoof, wijsgeer, de filosoof, filosofe, fi losoof