Φρενάρω στα ολλανδικά

Μετάφραση: φρενάρω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
remmen, afremmen, rem, Frenaros
Φρενάρω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρενάρω

φρενάρω συνώνυμα, φρενάρω αγγλικά, φρενάρω μεταφραση, φρενάρω συνώνυμο, φρενάρω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φρενάρω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φρεγάτα στα ολλανδικά - fregat, frigate, het fregat, fregat van, fregatvogels
  • φρενάρισμα στα ολλανδικά - remmen, remsysteem, afremmen, rem-, scheppend
  • φρενίτιδα στα ολλανδικά - razernij, waanzin, frenzy, waanzin van
  • φρενιτιώδης στα ολλανδικά - razend, fanatiek, hectische, frenetic, verwoede
Τυχαίες λέξεις
Φρενάρω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: remmen, afremmen, rem, Frenaros