Φρόνιμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: φρόνιμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wijs, vroed, verstandig, preuts, prude, preutse, preutse man
Φρόνιμος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φρόνιμος

είμαι φρόνιμος, φρόνιμος στα αγγλικά, τάσος φρόνιμος, κωστής φρόνιμος, γεράσιμοσ φρόνιμοσ, φρόνιμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φρόνιμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φρούριο στα ολλανδικά - vesting, citadel, fort, in Fort, van Fort, het fort
  • φρούτο στα ολλανδικά - fruit, vrucht, vruchten, groenten, soorten groenten
  • φρύδι στα ολλανδικά - wenkbrauw, voorhoofd, wenkbrauwen, wenkbrauw op, de wenkbrauw, eyebrow
  • φτάνω στα ολλανδικά - verkrijgen, arriveren, treffen, inhalen, verwerven, bereiken, behalen, ...
Τυχαίες λέξεις
Φρόνιμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wijs, vroed, verstandig, preuts, prude, preutse, preutse man