Φυσικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: φυσικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
materieel, fysisch, fysiek, lichamelijk, gewelddadig, fysieke, fysische
Φυσικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φυσικός

φυσικός αριθμός, φυσικός κύκλος, φυσικός απογαλακτισμός, φυσικός πόρος, φυσικός πλούτος, φυσικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φυσικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φυσικά στα ολλανδικά - natuurlijk, uiteraard, Natuurlijk is, vanzelfsprekend
  • φυσική στα ολλανδικά - natuurkunde, fysica, de fysica, de natuurkunde, physics
  • φυσιοθεραπεία στα ολλανδικά - fysiotherapie, revalidatie, kinesitherapie, fysiotherapeutische, de fysiotherapie
  • φυσιολογικός στα ολλανδικά - normaal, fysiologische, fysiologisch, de fysiologische, een fysiologische
Τυχαίες λέξεις
Φυσικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: materieel, fysisch, fysiek, lichamelijk, gewelddadig, fysieke, fysische