Χείμαρρος στα ολλανδικά

Μετάφραση: χείμαρρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vloed, stroom, beek, laten afspelen, afspelen, stromen
Χείμαρρος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χείμαρρος

χείμαρρος αγγλικά, χείμαρρος ορισμός, χείμαρρος των κέδρων, χείμαρρος της αργολίδας, χείμαρρος μαρμαρίνης, χείμαρρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χείμαρρος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χείλι στα ολλανδικά - rand, lip, zoom, kant, band, boord, lippen, ...
  • χείλος στα ολλανδικά - zoom, waterkant, band, kant, rand, walkant, boord, ...
  • χείριστος στα ολλανδικά - heel slecht, zeer slechte, erg slecht, slecht, slechte
  • χειμώνας στα ολλανδικά - winter, de winter, winters
Τυχαίες λέξεις
Χείμαρρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vloed, stroom, beek, laten afspelen, afspelen, stromen