Stroom στα ελληνικά

Μετάφραση: stroom, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρέω, χείμαρρος, τωρινός, κυλώ, κρουνός, βροχή, ρυάκι, ριχτός, ροή, καταιγισμός, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Stroom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • strooien στα ελληνικά - διασκορπίζομαι, διασπείρω, διασκορπίζω, σκορπίζω, άχυρο, αχύρου, άχυρου, ...
  • strook στα ελληνικά - δεσμευτικός, καθορισμένος, ταινία, δέσιμο, κλήρος, γυμνώνω, ράβδωση, ...
  • stroomverdeler στα ελληνικά - διανομέας, διανομέα, διανομής, του διανομέα, διανομείς
  • stroomversnelling στα ελληνικά - γοργός, καταρράκτης, Rapids, ορμητικά, ορμητικά σημεία ποταμού, ορμητικά σημεία
Τυχαίες λέξεις
Stroom στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρέω, χείμαρρος, τωρινός, κυλώ, κρουνός, βροχή, ρυάκι, ριχτός, ροή, καταιγισμός, ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας