Ψιλοβρόχι στα ολλανδικά

Μετάφραση: ψιλοβρόχι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
motregenen, motregen, druilerig, drizzling, druilerige
Ψιλοβρόχι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψιλοβρόχι

ψιλοβρόχι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψιλοβρόχι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ψιλή στα ολλανδικά - schoon, net, delicaat, gevoelig, mooi, iel, boete, ...
  • ψιλοβρέχω στα ολλανδικά - motregenen, motregen, drizzle, besprenkel, scheutje, stofregen
  • ψιλός στα ολλανδικά - licht, sprietig, mager, schraal, fijn, fijne, fraai, ...
  • ψιττακίζω στα ολλανδικά - psittakizo
Τυχαίες λέξεις
Ψιλοβρόχι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: motregenen, motregen, druilerig, drizzling, druilerige