Όμορφος στα ολλανδικά
Μετάφραση: όμορφος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fraai, schoon, goeduitziend, fijn, knap, net, mooi, knappe, mooie, de knappe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όμορφος
όμορφος κόσμος το πρωί, όμορφος κόσμος ηθικός αγγελικά πλασμένος, όμορφοσ κόσμοσ ηθικόσ αγγελικά πλασμένοσ ποιημα, όμορφος κόσμος, όμορφος κήπος, όμορφος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, όμορφος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- όμιλος στα ολλανδικά - groep, groepering, Group, groepen, de groep
- όμοιος στα ολλανδικά - eender, aanstaren, soortgelijk, staren, gelijk, gelijksoortig, soortgelijke, ...
- όμως στα ολλανδικά - desondanks, toch, uitsluitend, echter, pas, hoe, doch, ...
- όν στα ολλανδικά - aanzijn, bestaan, organisme, schepsel, wezen, creature, dier
Τυχαίες λέξεις
Όμορφος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: fraai, schoon, goeduitziend, fijn, knap, net, mooi, knappe, mooie, de knappe
Μεταφράσεις: fraai, schoon, goeduitziend, fijn, knap, net, mooi, knappe, mooie, de knappe