Fijn στα ελληνικά
Μετάφραση: fijn, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαλθακός, ασύλληπτος, καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος, φευγαλέος, όμορφος, αίθριος, ψιλή, γευστικός, λεπτός, πρόστιμο, φίνος, ραφινάτος, προστίμου, λεπτή, ωραία, λεπτό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- figuur στα ελληνικά - χαρακτήρας, εικόνα, είδωλο, ύψος, σύμβολο, απεικόνιση, φιγούρα, ...
- figuurlijk στα ελληνικά - παραστατικός, μεταφορικά, συμβολικά, μεταφορική, εικονικά, μεταφορικά για
- fijnhakken στα ελληνικά - τσεκουριά, κιμάς, τεμαχίζω, κόβω, μάσσω, λιανίζω, ακκίζομαι, ...
- fijnheid στα ελληνικά - άλγος, πόνος, λεπτότητα, λεπτότητας, καθαρότητας, λεπτότητος, τη λεπτότητα
Τυχαίες λέξεις
Fijn στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαλθακός, ασύλληπτος, καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος, φευγαλέος, όμορφος, αίθριος, ψιλή, γευστικός, λεπτός, πρόστιμο, φίνος, ραφινάτος, προστίμου, λεπτή, ωραία, λεπτό
Μεταφράσεις: μαλθακός, ασύλληπτος, καλλιεργημένος, εκλεπτυσμένος, φευγαλέος, όμορφος, αίθριος, ψιλή, γευστικός, λεπτός, πρόστιμο, φίνος, ραφινάτος, προστίμου, λεπτή, ωραία, λεπτό