Εύκρατος στα ουγγρικά
Μετάφραση: εύκρατος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mérsékelt, mérsékelt övi, a mérsékelt, mérsékeltövi, mérsékelt égövi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύκρατος
εύκρατος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εύκρατος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εύκολα στα ουγγρικά - könnyen, könnyedén, egyszerűen, könnyebben, könnyű
- εύκολος στα ουγγρικά - laza, megkönnyebbült, könnyen, nyugodalmas, engedékeny, könnyű, egyszerű, ...
- εύπιστος στα ουγγρικά - hiszékeny, hiszékenyek, naiv, a hiszékeny, becsapható
- εύπορος στα ουγγρικά - takarékos, gazdaságos, takarékosan, takarékosabb
Τυχαίες λέξεις
Εύκρατος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: mérsékelt, mérsékelt övi, a mérsékelt, mérsékeltövi, mérsékelt égövi
Μεταφράσεις: mérsékelt, mérsékelt övi, a mérsékelt, mérsékeltövi, mérsékelt égövi